-
1 модный
модный μοντέρνος, της μό δας* \модный костюм το κοστούμι της μόδας* * *μοντέρνος, της μόδαςмо́дный костю́м — το κοστούμι της μόδας
-
2 траверсный
траверзныйεπ.της διαδοκί-δας, της εγκάρσιας δοκού.επ. (ναυτ. κ. αερπ.) του τραβέρσου, της αντιμονής•траверсный маршрут δρομολόγιο αντ ιμονής.
-
3 катер
η άκατος, το πλοιάριοбуксирный - ρυμούλκησης, το ρυμουλκόдежурный - του συναγερμού/της υπηρεσίας- на подводных крыльях - με υποβρύχια πτερύγια, το «δελφίνι»- εκδρομώνрейдовый - της ρά-δας, разг. η λάντζαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > катер
-
4 горчичный
горчи́||чныйприл σιναποῦχος, τῆς μουστάρ-δας:\горчичныйчное семя ὁ σιναπόσπορος· \горчичныйч-ное масло τό σιναπέλαιο.
См. также в других словарях:
Σικυών — I Αρχαία πόλη της βορειοανατολικής Πελοποννήσου, κοντά στο σημερινό Κιάτο (του οποίου ο δήμος ονομάζεται δήμος Σικυώνας· υπάρχει επίσης και σημερινό χωριό με το όνομα Σικυών) στην περιοχή της Σικυωνίας. Η αρχαία Σικυωνία στη βόρεια πλευρά της… … Dictionary of Greek
Ποσειδών — I Θεός της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία και του Άδη. Λέγεται, στα νεότερα χρόνια, και Ποσειδώνας. Σύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο, κατά τη διανομή του κόσμου μεταξύ των γιων του Κρόνου, δόθηκε στον Π. η… … Dictionary of Greek
δάδα — η (Α δαΐς, δαΐδος και αττ. δᾴς, δαδός) 1. δαυλός από δαδί 2. πυρσός, λαμπάδα νεοελλ. 1. σχίζα κλαδιού από δέντρο που έχει ρετσίνι (συνήθ. πεύκο), το δαδί 2. κάθε μέσο που μεταδίδει φως ή φωτιά 3. φωτιστικό πυροτέχνημα 4. κάθε μέσο φωτισμού ή… … Dictionary of Greek
Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος … Dictionary of Greek
καιάδας — Βάραθρο που βρισκόταν κοντά στην αρχαία Σπάρτη. Σε αυτό έριχναν τα πτώματα των καταδικασμένων σε θάνατο κακούργων και τους αιχμαλώτους πολέμου. Ορισμένοι τον ταυτίζουν με τους Αποθέτας, όπου οι Σπαρτιάτες πετούσαν τα ανάπηρα ή καχεκτικά βρέφη. Η… … Dictionary of Greek
δαδηφόρος — δᾳδηφόρος, η (Α) αυτή που κρατά δάδα (επίθετο τής Περσεφόνης). [ΕΤΥΜΟΛ. < δᾴς (δᾳδός) + φόρος < φέρω. Το συνδετικό φωνήεν η οφείλεται σε μετρικούς λόγους (αποφυγή αλλεπάλληλων βραχέων πρβλ. ασπιδηφόρος)] … Dictionary of Greek
δαδούχος — ο (Α δᾳδοῡχος) 1. αυτός που κρατά δάδα, ο λαμπαδηφόρος 2. εκείνος που φωτίζει, καθοδηγεί τους άλλους («δᾳδοῡχοι τῆς σοφίας») αρχ. 1. ιερατικό αξίωμα τών Ελευσίνιων Μυστηρίων 2. ως επίθ. (για τον ήλιο) φωτοδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < δας (δαδός) + ούχος… … Dictionary of Greek